- παρεισάγω
- ΝΜΑεισάγω με επιτηδειότητα, με δόλιο και απατηλό τρόπο (α. «Σωκράτης ξένα παρεισάγων δαιμόνια», Πλούτ.β. «...ψευδοδιδάσκαλοι οἵτινες παρεισάξουσι αἱρέσεις ἀπωλείας», ΚΔγ. «ἑτέρους προφήτας παρεισάγονται», Ιω. Δαμ.)αρχ.1. προσάγω από τα πλάγια κάποιον ενώπιον άλλων2. εισάγω μυστικά, κρυφά κάποιον3. προτείνω κάποιον ως υποψήφιο4. θεσμοθετώ, καθιερώνω5. παρεμβάλλω φράσεις ή απόψεις σε κείμενο άλλου.
Dictionary of Greek. 2013.